γενναιότατοι

γενναιότατοι
γενναῑότατοι , γενναῖος
true to one's birth
masc nom/voc superl pl
γενναῑότατοι , γενναῖος
true to one's birth
masc nom/voc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γιλγαμές — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας του περίφημου μύθου της Μεσοποταμίας, που ανάγεται στις αρχαιότερες παραδόσεις των Σουμερίων. Το Έπος του Γ. τοποθετείται στο περιβάλλον του νότιου μεσοποταμιακού πολιτισμού στο πρώτο μισό της τρίτης χιλιετίας π.Χ., ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”